- αιγυπτιασμός
- αἰγυπτιασμός, ο (Μ) [αἰγυπτιάζω]μίμηση τών Αιγυπτίων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Αἰγυπτιασμόν — Αἰγυπτιασμός imitation of the Egyptians masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιγυπτιάζω — αἰγυπτιάζω (Α) 1. μιμούμαι τους Αιγυπτίους 2. είμαι δόλιος, πανούργος, όπως οι Αιγύπτιοι 3. μιλώ την αιγυπτιακή γλώσσα 4. κατακλύζομαι, όπως η Αίγυπτος, από νερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αἰγύπτιος. ΠΑΡ. μσν. αἰγυπτιασμός] … Dictionary of Greek